καλοπαντρεύομαι

καλοπαντρεύομαι
καλοπαντρεύομαι, καλοπαντρεύτηκα, καλοπαντρεμένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευγαμώ — εὐγαμῶ, έω (Α) [εύγαμος] συνάπτω ευτυχισμένο γάμο, καλοπαντρεύομαι …   Dictionary of Greek

  • καλοπέφτω — συνάπτω καλό, ευτυχισμένο γάμο, πέφτω καλά, σε καλούς ανθρώπους, καλοπαντρεύομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”